Μα… υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια στην Αθήνα; Σε μία
πόλη σε κατάθλιψη, στοιχειωμένη από «φαντάσματα» πολύ
πιο απτά, πολύ περισσότερο (ή μήπως λιγότερο) προβλέψιμα
από αυτά των ταινιών τρόμου, υπάρχει πλέον χώρος για
τέτοιους αστικούς θρύλους; Ποια θέση έχουν...πλέον στη
συλλογική μας συνείδηση ιστορίες μίας παλαιάς Αθήνας,
ιστορίες αραχνιασμένων αρχοντικών και εγκαταλειμμένων
νεοκλασικών; Και όμως, πολλά από τα σπίτια αυτά
παραμένουν πεισματικά στη θέση τους, ακλόνητα αν όχι
ανέπαφα από τον χρόνο.
Τα υπόγεια περάσματα του Αρδηττού
Στη σκιά του δροσίζεται το Καλλιμάρμαρο
– κι όμως,
λίγοι γνωρίζουν πως ο συγκεκριμένος λόφος είναι ένα από τα πιο γνωστά «στοιχειωμένα» σημεία της Αθήνας. Είναι άλλωστε και ένα από τα αρχαιότερα σημεία της πόλης: έλαβε το όνομά του από τον αρχαίο ήρωα Αρδήττη και ήταν ο χώρος στον οποίο ορκίζονταν οι δικαστές στην αρχαιότητα, αλλά και τελούνταν τα μικρά Ελευσίνια μυστήρια.
Χώρος φορτισμένος λοιπόν με μνήμες και μυστηριακές υποσχέσεις.
Η αλήθεια είναι πως ακόμα και σήμερα ο λόφος έχει μία ιδιαίτερη αύρα, αλλά και πιασάρικα σημεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για μία low budget, ελληνική εκδοχή του Blair Witch Project.
Ανάμεσά τους και ένα πηγάδι μέσα στο οποίο έχουν πέσει και χαθεί πολλοί άνθρωποι – τώρα αν έπεσαν μόνοι τους, τους ρούφηξε κάποιο ισχυρό μαγνητικό πεδίο ή κάτι πιο… ανορθόδοξο, χωράει συζήτηση.
«Το πηγάδι έχει σφραγιστεί χρόνια τώρα, ενώ λέγεται πως επικοινωνεί υπόγεια με άλλες σφραγισμένες υπόγειες εισόδους που μπορεί να δει κανείς ανά τον λόφο. Φημολογείται μάλιστα πως συνδέεται με ένα ολόκληρο δίκτυο από υπόγειες σήραγγες, που φθάνει μέχρι και το Σούνιο», μου εξομολογείται ο 29χρονος Μάνολης, που έχει επισκεφθεί πολλές φορές τον λόφο.
Εντοπίζω μία αρμαθιά από πολύχρωμες πιπίλες πάνω σε ένα λούκι που «κοιτάζει» στο σφραγισμένο άνοιγμα του πηγαδιού – η πινελιά που ολοκληρώνει το αγριευτικό σκηνικό. Το creep factor έχει πιάσει κόκκινο και νιώθω σαν να έχω μόλις βαδίσει στο σκηνικό της «Λάμψης» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ – όπου να’ ναι θα αντικρίσω μπροστά μου δίδυμα κοριτσάκια. Ώρα να πηγαίνω λοιπόν. Κι ας μου χαλάνε εν μέρει την ψευδαίσθηση του κινηματογραφικού σκηνικού οι διάφοροι joggers που συνεχώς τσακώνω με το μάτι μου περιμετρικά του λόφου.
Ένα από τα πιο ονομαστά στοιχειωμένα σπίτια της Αθήνας βρίσκεται στην οδό Άγρα, ακριβώς δίπλα στον λόφο. Ωστόσο, εδώ βιώνω την πρώτη μου απογοήτευση: το σπίτι είναι ημιανακαινισμένο (αν και όχι κατοικημένο προς το παρόν). Το μόνο σημείο, εξωτερικά τουλάχιστον, που παραπέμπει σε prop από ταινία τρόμου είναι η σκουριασμένη καγκελόπορτα. Σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής, το σπίτι πουλήθηκε τα τελευταία χρόνια, όμως η διαδικασία ανακαίνισης έχει παγώσει για αδιευκρίνιστους λόγους. Οπτασίες σκύλων, χωροχρονικές πύλες και δρομάκια που εμφανίζονται και εξαφανίζονται παραπλεύρως του σπιτιού είναι μερικοί από τους θρύλους που ακούγονται για αυτό.
Ο πύργος των ονείρων
Αν πάει κανείς μέχρι την οδό Σμολένσκυ 4, στο Ν. Φάληρο, θα αντικρίσει ένα ερειπωμένο αρχοντικό, με φοίνικα στη αυλή του – γνωστό στους κύκλους των φίλων του μεταφυσικού και ως «Πύργος των Ονείρων».
Ακριβώς απέξω, δύο ηλικιωμένες κυρίες, φορτωμένες με ψώνια, κοντοστέκονται και σχολιάζουν πώς κατάντησε. Στην αυλή του εγκαταλειμμένου μεγάρου έχουν συσσωρευτεί σκουπίδια και αποκαϊδια. «Δεν ξέρω πολλά για την ιστορία του μέρους, περίμενε, θα φωνάξω τον αδελφό μου που ξέρει», μου εκμυστηρεύεται η μία.
Μέσα σε λίγα λεπτά, ένας κύριος κατεβαίνει από την πολυκατοικία που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον Πύργο: «Εδώ έμενε κάποτε κάποιος Κουρτάλης. Αυτό ξέρω μόνο».
Κι έπειτα αποχωρεί κάπως απότομα. Η αλήθεια είναι πως αυτή την πληροφορία την κατείχα κι εγώ. Σύμφωνα με τον θρύλο, εδώ κατοικούσε κάποτε ένας υφασματέμπορος ονόματι Καρτάλης (ή Κουρτάλης, σύμφωνα με τον γείτονα). Όλη του τη ζωή είχε εμμονή με το να αποκτήσει κάποιο αξίωμα, σταδιακά τρελάθηκε, απομονώθηκε στο αρχοντικό του και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Θα καταφέρω όμως να μάθω την ιστορία πίσω από τον θρύλο;
Ένας ηλικιωμένος κύριος κατεβαίνει από την ίδια πολυκατοικία, έχοντας ακούσει πως ζητάω πληροφορίες για τον Πύργο. Ο κ. Χρήστος Καθάριος, με τα καθάρια γαλάζια μάτια, είναι σαν τον από μηχανής θεό μίας τυπικής ιστορίας μυστηρίου, τον σοφό ηλικιωμένο που αποκαλύπτει στον πρωταγωνιστή όλα τα φοβερά μυστικά λίγο πριν το αναπόφευκτο φινάλε.
«Είχα γνωρίσει τον Κουρτάλη, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, λίγο καιρό αφού μετακόμισα σε αυτή εδώ την πολυκατοικία. Ήταν 70 χρονών περίπου τότε. Ήταν γιος βιομηχάνου, ο πατέρας του έφτιαχνε σχοινιά». Ισχύουν οι ιστορίες περί μεγαλομανίας του μακαρίτη;
«Ήθελε να γίνει τενόρος όταν ήταν νέος, αλλά ο πατέρας του δεν τον άφηνε. Ο πατήρ Κουρτάλης θεωρούσε πως τενόρος είναι κάτι σαν θεατρίνος, κάτι υποτιμητικό.
Έτσι του έμεινε άχτι του γιου». Και τελικά; «Μεγάλος πια, έμενε μόνος του εδώ. Ήταν πολύ περίεργος. Θυμάμαι πως έβγαινε στο μπαλκόνι και τραγουδούσε άριες. Κυκλοφορούσε με μία ρεπούμπλικα και με ένα παπιγιόν, όλα λιγδιασμένα. Χαιρετούσε τον κόσμο με υπόκλιση. Έλεγαν πως κάποτε ήταν και δημοτικός σύμβουλος εδώ, τον καιρό που υπήρχε ακόμα Δήμος Ν. Φαλήρου».
Πώς πέθανε τελικά ο Κουρτάλης; Άλλωστε οι μυστηριώδεις θάνατοι αποτελούν την πεμπτουσία μίας αξιοπρεπούς ιστορίας «στοιχειώματος». «Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο», με αποστομώνει ο κ. Καθάριος. «Έμενε μόνος του εδώ ο Κουρτάλης, είχε απομονωθεί, τον έφαγαν τα ποντίκια – κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Τον είχαν τσιμπήσει αρουραίοι. Δεν είχε να φάει πια. Επειδή ήταν γιος βιομηχάνου και είχε αυτούς τους κάπως αριστοκρατικούς τρόπους, τον θεωρούσαν «προσωπικότητα», τον κερνούσαν κάνα ουζάκι στη γειτονιά. Δεν είχε να πληρώσει ούτε το ρεύμα. Στο τέλος, δεν μπορούσε πια να κινηθεί λόγω ηλικίας, χτύπησε το χέρι και το πόδι του και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Και έτσι, εξαθλιωμένος, πέθανε».
Και σήμερα τι γίνεται; «Έρχεται κατά καιρούς κόσμος που έχει ακούσει για την ιστορία του σπιτιού, να ρωτήσει. Φυσικά δεν είναι στοιχειωμένο, αυτά είναι σαχλαμάρες. Το σπίτι είναι υπό κατάρρευση, συνέχεια πέφτουν κεραμίδια. Έρχονται ξένοι εδώ καμιά φορά, άστεγοι, πηδάνε τα σύρματα, ανάβουν φωτιά για να ζεσταθούν (σ.σ. έτσι εξηγούνται τα σκουπίδια και τα αποκαϊδια). Έρχεται η αστυνομία και τους μαζεύει». Δίπλα στον λογοτεχνικό τρόμο, παρατίθεται ο σύγχρονος: να μην έχεις στέγη πάνω από το κεφάλι σου.
Το σπίτι της Σοφίας Λασκαρίδου
Ένα όμορφο διώροφο νεοκλασικό στην οδό Λασκαρίδου στην Καλλιθέα στεγάζει έναν άλλο θρύλο – αυτόν που υποστηρίζει πως στο σπίτι… κόβει βόλτες το φάντασμα της ζωγράφου Σοφία Λασκαρίδου, που χάρισε και το όνομά της στην οδό. Ένα φάντασμα αιώνια φορτισμένο με ενοχές για τον θάνατο του λογοτέχνη Περικλή Γιαννόπουλου, που ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της και αυτοκτόνησε το 1910.
Εδώ και δέκα χρόνια, το σπίτι στο οποίο έζησε και πέθανε η διάσημη ζωγράφος έχει ανακαινιστεί πλήρως και στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας – «Σοφία Λασκαρίδου».
«Το σπίτι αυτό χτίστηκε γύρω στα 1900», μου εξηγεί ο Γκέντση Ρούτσης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Πινακοθήκης. «Είναι το δεύτερο σπίτι που χτίστηκε στην Καλλιθέα, το σχεδίασε μάλιστα ο Ερνστ Τσίλλερ. Η Λασκαρίδου διατηρούσε και εργαστήριο τέχνης εδώ, όπου δίδασκε σε μικρά παιδιά».
Δειλά-δειλά φέρνω την κουβέντα στους θρύλους για το φάντασμα της Σοφίας Λασκαρίδου. Ο κ. Ρούτσης γελάει. «Ναι, τις ξέρω αυτές τις ιστορίες. Πιστέψτε με, είμαι πολλές ώρες τη μέρα εδώ, αν υπήρχε κάποιο φάντασμα κάτι θα είχα αντιληφθεί!» Αυτό που ξέρει σίγουρα είναι πως ο Δήμος Καλλιθέας πάλεψε πολύ για να αγοράσει το σπίτι και να το μετατρέψει κατόπιν σε Δημοτική Πινακοθήκη, με δωρεάν πρόσβαση σε όλους, «ένα βήμα πολιτισμού για τους κατοίκους της Καλλιθέας», όπως μου επισημαίνει.
Τελικά ποιο είναι το επιμύθιο αυτής της περιπλάνησης – αν υπάρχει; Βολτάροντας προς ένα άλλο σπίτι που θρυλείται πως είναι στοιχειωμένο, στην οδό Αλκιβιάδου, κοντά στην Πλατεία Βάθης, παρατηρώ μία κυρία να ψάχνει στα σκουπίδια.
Δύο διαφορετικές πραγματικότητες που κοντράρονται. Ασχέτως όμως αν πιστεύουμε ή όχι στα φαντάσματα, ίσως χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια αυτούς τους αστικούς μύθους – τώρα, περισσότερο από ποτέ. Στα τσιμεντένια βασίλεια, οι μύθοι εξελίσσονται και μεταλλάσσονται, αλλά, κυρίως, επιβιώνουν.