Πριν λίγες μέρες οι αυστραλιανές Αρχές ζήτησαν συγγνώμη από 250.000 βρέφη που υιοθετήθηκαν, παρά τη θέληση των βιολογικών τους γονέων μεταξύ 1950-1970, επειδή οι μητέρες τους ήταν ανύπαντρες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα επίσημης κυβερνητικής έρευνας.Όπως έγραψε στη συνέχεια ο «Νέος Κόσμος» αρκετές από τις μητέρες αυτές που έχασαν τα παιδιά τους ήταν ελληνικής καταγωγής.
Μερικές βρήκαν το θάρρος και μίλησαν σήμερα για εκείνες τις εμπειρίες. ‘Αλλες επώνυμα και άλλες ανώνυμα.
Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:
«Αν γράψεις, θα τα πεις όπως τα λέω. Μας άρπαξαν στα νοσοκομεία της Μελβούρνης τα παιδιά μέσα από την κοιλιά. Αν είχαν στόμα οι τοίχοι να μιλήσουν θα έφριττε η οικουμένη», δήλωσε μια ομογενής στην εφημερίδα και πρόσθεσε:
«Ζήτησα να μιλήσω για να μάθει ο κόσμος ακριβώς πώς έχουν τα πράγματα. Όλα μέχρι τώρα ήταν κουκουλωμένα. Κι ας βούιζε ο τόπος από τα κλάματα και τις φωνές των γυναικών που δεν είδαν ούτε μια φορά τα παιδιά τους. Ούτε την ώρα που τα γέννησαν. Μόνο τη μέρα που πήγα εγώ στο νοσοκομείο με τους πόνους της γέννας, ήταν άλλες τρεις ετοιμόγεννες Ελληνίδες. Ίσως και μικρότερές μου, τρομοκρατημένες, ολομόναχες, όπως κι εγώ. Αυτό μπορείς να το πεις.
Στην Αυστραλία ήλθα το ’64 με το “Πατρίς”. Μ’ έφερε ο αδελφός μου ο οποίος ήταν ήδη παντρεμένος με μια συγχωριανή μας, λίγο πιο μεγάλη από μένα. Εγώ ήμουν τότε 18 χρόνων.
Την ίδια ηλικία είχε κι εκείνος που συνταξιδεύαμε. Αγαπηθήκαμε και χωρίς να το καταλάβουμε η σχέση μας προχώρησε έως εκεί που δεν έπρεπε. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Εκείνος με το τρένο στην Μπονεγκίλα κι εγώ στο σπίτι του αδελφού μου. Με πέταξε στο δρόμο, μόλις του είπα ότι είμαι έγκυος. “Δεν ήλθες εδώ για να με ρεζιλέψεις. Να, πάρε αυτά και δεν θέλω να σε ξέρω”. Μου πέταξε ένα μάτσο λεφτά, θα πρέπει να ήταν ένα ολόκληρο βδομαδιάτικο και μου έδειξε την πόρτα. “Έλα φύγε, πριν γυρίσει σπίτι η Λίτσα απ’ τη δουλειά”».
«Ήταν, την εποχή εκείνη, ένα μεγάλο κοινωνικό στίγμα, όχι μόνο για την ελληνική παροικία, αλλά για όλο το κοινωνικό σύνολο», λέει η ψυχολόγος, Ελένη Καλαμπούκα.
Και προσθέτει: «Πρόκειται για ψυχολογικό βιασμό, από τον οποίο στην ουσία, δεν μπορούν τα θύματα να συνέλθουν. Δεν είναι λίγες οι γυναίκες εκείνες οι οποίες, όπως εκείνη με την οποία μίλησες, που αποφάσισαν, μετά την εμπειρία αυτή που σημάδεψε τη ζωή τους, να μην παντρευτούν. Γυναίκες που τη μόνη παιδική φωνή που θυμούνται είναι το πρώτο κλάμα του μωρού τους και μετά σκοτάδι».
Ο πρωθυπουργός της Βικτώριας, Τεντ Μπέιλιου, απηύθυνε την «εκ βάθους καρδίας» συγγνώμη της Πολιτείας, στις χιλιάδες γυναίκες και άντρες – τους βιολογικούς γονείς – που «στερήθηκαν την ευκαιρία ν’ αγαπήσουν και να φροντίσουν τα παιδιά τους, αλλά και για τον πόνο και τις τραυματικές εμπειρίες που έζησαν».
«Από τις κόρες και τους γιους, που υποχρεωτική υιοθεσία σήμαινε συνεχές άγχος, διαρκή αβεβαιότητα και στέρηση ενός φυσικού οικογενειακού περιβάλλοντος, ζητούμε, επίσης, συγγνώμη» είπε συγκινημένος ο Μπέιλιου.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ντάνιελ Άντριους, σημείωσε ότι «μια ολόκληρη γενιά ατόμων έχουν στερηθεί τους βιολογικούς τους γονείς. Οι μητέρες τους ήταν δεμένες σε κρεβάτια και τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα από τις νοσοκόμες με μαξιλάρια για να μη δουν τα παιδιά τους».
Η ομογενής Κατερίνα Μπακαλούκα καταθέτει στο «Νέο Κόσμο»:
«Τη Ρούλα μου τη γέννησα τον Οκτώβρη του 1965 στο Queen Victoria. Για την ακρίβεια, 20 του μήνα. Ήταν μια εποχή που το νοσοκομείο ήταν στις δόξες του. Οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι κρεβάτια με λεχώνες και ετοιμόγεννες. Ελληνίδες παντού. Έβριθε ο τόπος. Τότε έζησα μια από τις πιο συνταρακτικές εμπειρίες της ζωής μου. Είχα γάλα μπόλικο, περίσσιο και μού έφεραν να θηλάσω μωρά που προορίζονταν για υιοθεσία. Για υποχρεωτική υιοθεσία, όπως γινόταν τον καιρό αυτό, με παιδιά νόθα που οι μάνες τους δεν είχαν δικαίωμα να τα κρατήσουν».
«Ξέρεις τα προσωπάκια των παιδιών, τα αθώα ματάκια τους, όπως με κοίταζαν, την ώρα που τα θήλαζα, δεν μ’ εγκαταλείπουν, κι ας πέρασε σχεδόν μισός αιώνας. Στην αρχή δεν ήξερα γιατί μου έφερναν να θηλάσω μωρά άλλων.
Μετά η Μαρία, μια κοπέλα 17 χρόνων, λεχώνα κι αυτή, θα μου πει “όλα αυτά τα καροτσάκια που βλέπεις είναι νόθα”. Στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε τη λέξη “μούλικα” και θυμάμαι την αποπήρα.Το χειρότερο, το λέω και ανατριχιάζω, είχαν ταμπελίτσες στα καροτσάκια με ονόματα ράτσες σκυλιών, όπως Labrador, poodle, collie, maltese, Australian shepherd.
Οι νοσοκόμες αυστηρές, δεν μας έδιναν το δικαίωμα να κάνουμε ερωτήσεις. Η δουλειά τους, μου έδιναν την εντύπωση, ήταν να βρουν λεχώνες με περίσσιο γάλα για να θηλάσουν τα μωράκια αυτά που τα ‘παιρναν από τη μάνα τους αμέσως μόλις τα γεννούσε. Ούτε καν είχε την ευκαιρία να δει το προσωπάκι τους».
Οι μητέρες που υποχρεώνονταν να δώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία, ήταν σε χωριστούς θαλάμους.
Όχι για να παρηγορεί η μια την άλλη, αλλά για να μην έχουν επαφή με τις άλλες μητέρες, τις έγγαμες ή τις ελάχιστες που τις στήριζε η οικογένειά τους, αδιαφορώντας για τα σχόλια της κοινωνίας.
Μια άλλη Ελληνίδα, η κ. Ζωή, 24 ετών, μετά από μια απρόοπτη αιμορραγία, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Queen Victoria, όπου με τη βοήθεια του καθηγητή, Carl Wood, έφερε στον κόσμο δίδυμα. Ωστόσο, μετά από μια ώρα, τους είπαν ότι πέθανε το ένα. Προς το βράδυ, όταν έφτασαν οι συγγενείς για την καθιερωμένη επίσκεψη, η νοσοκόμα τους ανήγγειλε ότι πέθανε και το δεύτερο.
«Με τακτοποίησαν -χωρίς να το ζητήσω, σε ιδιωτικό δωμάτιο. Ζήτησα να δω τον γιατρό μου και μου το αρνήθηκαν. Η διερμηνέας προσπάθησε να μας πει να μη στεναχωριόμαστε και αφού είχαμε ήδη άλλα δυο παιδιά, δεν πειράζει που χάσαμε τα δίδυμα και άλλα πολλά. Επιπλέον, μας διαβεβαίωσε, ότι το νοσοκομείο θα αναλάμβανε τα έξοδα και τα διαδικαστικά της κηδείας, χωρίς καμιά επιβάρυνση από μέρους μας. Ήμαστε μόνο 4 χρόνια στην Αυστραλία και τα αγγλικά μας λιγοστά. Έτσι επιστρέψαμε στο σπίτι χωρίς τα μωρά», θυμάται η κ. Ζωή.
Φυσικά, δεν έλαβαν πιστοποιητικό θανάτου, ούτε γνωρίζουν σε ποια Γειτονιά των Αγγέλων τα έθαψαν. Πολύ αργότερα και με δική τους πρωτοβουλία, αποτάθηκαν στο Ληξιαρχείο (Registry Office) και έλαβαν το πιστοποιητικό γέννησης.
«Έχουν περάσει είκοσι τέσσερα χρόνια και στην ψυχή μου υπάρχει ένα κενό. Πολλά τα ερωτηματικά και το τοπίο θαμπό. Αν ζουν, πού άραγε να βρίσκονται; Είναι εκτός Αυστραλίας; Περνούν καλά με τους θετούς τους γονείς; Τα βάφτισαν; Έχουν οικογένειες;».
ΑΜΠΕ