Συμπληρώνονται 13 χρόνια από την ημέρα που η Ελλάδα εντάχθηκε στο ευρώ, σαν σήμερα, το 2000. Είναι λοιπόν μια καλή αφορμή για έναν απολογισμό αυτής της μέχρι τώρα πορείας. Αλλά για έναν απολογισμό επί της πραγματικότητας, όχι επί των υπαρκτών ή ανύπαρκτων διλημμάτων τύπου «να μείνουμε ή να φύγουμε».
Το ερώτημα που οφείλει να απαντήσει ένας απολογισμός δεν είναι αυτό – κάτι που έχει εντελώς άλλες παραμέτρους και διαστάσεις, καθώς τα αποτελέσματα αυτών των 13 χρόνων ούτε αναιρούνται ούτε μεταβάλλονται, την ίδια ώρα που τα δεδομένα τα οποία έχουν δημιουργήσει καθιστούν τέτοιου είδους προσεγγίσεις εξαιρετικά πολύπλοκες και τις επιλογές ασφυκτικά κλειστές και δυσχερείς. Είναι λοιπόν άλλη η συζήτηση «φεύγουμε ή μένουμε» και άλλη η συζήτηση του τι έγινε ως εδώ.
Από τα 13 αυτά χρόνια, τα πρώτα 9 η Ελλάδα τα πέρασε «μες την καλή χαρά» και τα επόμενα 4, βαδίζοντας στην κόλαση. Πώς όμως συνέβη αυτή η φοβερή ανατροπή;
Την απάντηση, ή τουλάχιστον, το ένα σκέλος της, το γνωρίζουμε όλοι: η έλευση του ευρώ ταυτίστηκε με την απόλυτη προσδοκία μιας καλύτερης ζωής, μιας συλλογικής αναβάθμισης, όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, που άρχισε να λειτουργεί «υλικά» το 2002. Αλλωστε, στα πρώτα εκείνα χρόνια, χώρες ολόκληρες πάσχιζαν να πείσουν ότι άξιζαν να μετέχουν της ελπίδας. Σήμερα, υπάρχουν χώρες, όπως η Βουλγαρία, που έχουν αποσύρει τις υποψηφιότητές τους.
Εργαλείο της προσδοκίας υπήρξε το φτηνό χρήμα, το οποίο σκορπίστηκε άφθονα και ανεξέλεγκτα, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά παντού, ιδίως στο νότο της Ευρώπης. Το ευρώ γέννησε εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη έφερε το εύκολο και φτηνό χρήμα, οι πληθωρισμοί δεν ήταν απειλή, το δημόσιο, αλλά και το ιδιωτικό χρέος ( για το δεύτερο, αν και είναι τεράστιο, δεν μιλάμε ακόμα…) έφτασαν σε επίπεδα αδιανόητα.
Αυτό το μοντέλο ζωής και λειτουργίας, προπαγανδίστηκε με πάθος από τις ίδιες της κυβερνήσεις της εποχής και εδώ και αλλού. Το πλαστικό και μη χρήμα χωρίς επαρκείς εγγυήσεις, οι επιθέσεις των τραπεζών για να δανείσουν, η άυλη οικονομία όλων των επιπέδων κυριάρχησαν κατά κράτος και εκ των πραγμάτων έσπρωξαν στο παρασκήνιο της ζωής τον παλιό τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο ήταν πολύ δύσκολο να ξεφύγεις γιατί ήταν πολύ δύσκολο να σου δώσουν χρήμα για να το κάνεις.
Παλιότερα, ο δανεισμός κόστιζε και το έβλεπες, το ένιωθες. Η πρόσβαση σε αυτόν ήταν περιορισμένη και αυστηρότερη. Σε αυτά τα 9 πρώτα χρόνια, συνέβη το αντίστροφο. Σταδιακά, τα πράγματα ξέφυγαν εντελώς. Αυτή η «βρεφική ηλικία» του ευρώ υπήρξε παρατεταμένη και ανεξέλεγκτη. Το επίπεδο της ζωής ανέβηκε απολύτως δυσανάλογα με την πραγματικότητα και πολύ γρήγορα. Όμως, κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείται πραγματικά…
Οι κυβερνήσεις, όλες οι κυβερνήσεις, έλεγαν ότι πρέπει να «κόψουν» για να καταστρατηγούν τα λόγια τους το επόμενο λεπτό. Μιλούσαν για το σπάταλο και μεγάλο κράτος, αλλά το μεγάλωναν και το έκαναν πιο σπάταλο την ίδια ακριβώς στιγμή. Εκαναν ότι μπορούσαν και δεν μπορούσαν είτε πράττοντας είτε αδρανώντας για να εξελιχθεί αυτή η κατάσταση με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Ο λαός, όλοι εμείς, ακολουθούσαμε ανέμελοι…
Και τότε, ξέσπασε ξαφνικά η κρίση του 2008 στην Αμερική. Εμείς εδώ, τη διαβάζαμε, την ακούγαμε, αλλά δεν τη νιώθαμε. Ηταν μία άλλη κρίση, ενός άλλου κόσμου και δεν μας αφορούσε. Η απάντησή μας ήταν και τότε η «ήπια προσαρμογή», η οποία, φυσικά, ήταν τελικά καμιά προσαρμογή, τόσο ως προς το δημόσιο όσο και ως προς τον ιδιωτικό δανεισμό.
Ταυτόχρονα, όλο αυτό το διάστημα, το σκληρό, άκαμπτο και ακριβό νόμισμα κάθε άλλο παρά βοήθησε την Ελλάδα να προχωρήσει στην ουσιώδη ανάπτυξη. Το κόστος σχεδόν κάθε ελληνικού προιόντος ήταν πια πολύ υψηλότερο από όσο άντεχε για να φύγει προς τα έξω. Σε όλα αυτά προστέθηκαν και οι ενδογενείς βαριές στρευλώσεις που είχαν το δικό τους καταστροφικό ρόλο.
Κι έτσι, εκεί που νομίζαμε ότι πλουτίσαμε και πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας, ένα πρωί ήρθε η αλλαγή πολιτικής: το χρέος και το έλλειμμα είχαν φτάσει στα ουράνια. Η Γερμανία, που είχε αποφασίσει να ελέγξει πια τα πράγματα όπως ακριβώς βόλευε την ίδια, στο σύνολο της ευρωζώνης, έδωσε το σύνθημα της επόμενης ημέρας. Η Ελλάδα όπως και άλλες χώρες βρέθηκε με το πιστόλι στον κρόταφο.
Η Γερμανία επέβαλε τους όρους της. Και, μέσα σε χρόνο μηδέν μετέτρεψε μία πράγματι πολύ μεγάλη κρίση χρέους και ελλείμματος, σε κρίση ύπαρξης ολόκληρων χωρών. Κέρδισε πολλά από αυτό: όχι μόνον τα 80 δις ευρώ που γερμανικά ινστιτούτα τώρα υπολογίζουν ότι έβγαλε η γερμανική κυβέρνηση από την ελληνική κρίση, αλλά και την πλήρη θεσμική και πολιτική κυριαρχία σε μία σειρά από χώρες – αλλά αυτά έχουν γραφτεί εδώ πολλές φορές...
Το αποτέλεσμα του συνδυασμού της απαράδεκτης ελληνικής ελαφρότητας και της γερμανικής ηγεμονικής πίεσης ήταν η κρίση να μεταλλαχθεί και να οξυνθεί αντί να βρεθεί η ισορροπία αντιμετώπισης του προβλήματος με ένα συνδυασμό περιστολών της δαπάνης μαζί με προσπάθεια ανάπτυξης. Όλα τα νομισματικά εργαλεία απαγορεύθηκαν την ώρα που ακόμα και οι ΗΠΑ ή η Ιαπωνία, χωρίς να βιώνουν τέτοιου είδους κρίση, έκοβαν – και κόβουν – διαρκώς νόμισμα. «Επενδύοντας» στην ελληνική κρίση, το Βερολίνο, για το οποίο το ευρώ υπήρξε ένα απόλυτο όχημα κυριαρχίας, όχι απλώς δεν βοήθησε να αντιμετωπιστεί, αλλά την όξυνε και τη βάθυνε τόσο, που, σήμερα, όλοι γνωρίζουν ότι βρισκόμαστε μπροστά στο απόλυτο αδιέξοδο.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται, παρά τις ρητορείες, σε χειρότερο σημείο από εκείνο της στιγμής που ξέσπασε η κρίση. Ναι, το έλλειμμα υποχώρησε δραματικά, όμως το κόστος της υποχώρησης υπήρξε πολύ πιο δραματικό. Το χρέος όχι απλώς δεν υποχώρησε, αλλά είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από ότι το 2009. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά το ένα τέταρτό της, κατά 25%, η ανεργία έφτασε εκεί που ξέρουμε. Η χώρα ουσιαστικά καταστράφηκε και τίποτα δεν υπάρχει που να στηρίζει μία πραγματική αισιοδοξία. Η συνταγή απέτυχε και το παραδέχονται πλέον και οι ίδιοι οι δανειστές, ή, τουλάχιστον, μέρος αυτών, σε βαθμό που ξέσπασε σύγκρουση μεταξύ τους γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Η ύφεση εξακολουθεί και βαθαίνει, το πολιτικό περιβάλλον κυριαρχείται από πρωτοφανή στο μεταπολεμικό κόσμο φαινόμενα, η κοινωνία έχει πλήρως κατακερματιστεί, ενώ η ανάπτυξη είναι κάτι που συναντά κανείς μόνον στους πολιτικούς λόγους και στα κομματικά ακροατήρια. Το κράτος, που θα διορθωνόταν, καταρρέει κυριολεκτικά σα χάρτινος πύργος.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε πει κάποιος ότι φταίμε εμείς περισσότερο και οι άλλοι λιγότερο ή το αντίστροφο, η πραγματικότητα είναι ότι το ευρώ κατέληξε να φέρει στην Ελλάδα την καταστροφή – όπως και σε άλλες χώρες.
Μακάρι, σε δύο χρόνια, στην επέτειο των 15 ετών από την ένταξή μας, αυτές οι σκέψεις να έχουν διαψευστεί από τα πράγματα. Η κατάσταση να έχει αντιστραφεί, η αισιοδοξία να έχει επιστρέψει. Μακάρι, όλα αυτά και, πολύ περισσότερο, αυτά που συνάγονται για το μέλλον από όλα τα παραπάνω, να αποδειχθούν στην πράξη λανθασμένα. Μακάρι, έπειτα από τα πρώτα 13 μας χρόνια στο ευρώ, να μη μας περιμένουν ακόμα πολύ περισσότερα χρόνια κομμάτια…
[Του Γεώργιου Π. Μαλούχου από Το Βήμα]