Η εμφάνιση ομάδων που εμπλέκονται σε παραβατικές συμπεριφορές είναι ένα φαινόμενο που λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ελληνική πραγματικότητα. Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και συχνότερα γίνεται λόγος για τη δράση οργανωμένων ομάδων νέων που εμπλέκονται σε βανδαλισμούς, σε ληστείες ή ακόμα και στη διάπραξη πιο βίαιων αδικημάτων.
Στην Ελλάδα, βέβαια οι συμμορίες δεν υιοθετούν συστηματική βία όπως συμβαίνει στις συμμορίες άλλων χωρών (π.χ. Αγγλία, Γερμανία, Η.Π.Α.).
Τα στοιχεία που καθιστούν επικίνδυνη την επικράτηση τέτοιων φαινομένων δεν είναι μόνο ότι λόγω του αριθμού των μελών τους μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερες βλάβες, αλλά και το γεγονός ότι τα μέλη τους μπορεί να υιοθετήσουν βίαιες συμπεριφορές κατά την έναρξη μιας σύγκρουσης.
Ο όρος ‘’συμμορία’’ αναφέρεται σε βίαιες ομάδες που έχουν σχετικά μόνιμο χαρακτήρα, που ίσως διαθέτουν ιεραρχική δομή και εσωτερική συνοχή και οι οποίες συνήθως επικεντρώνονται σε συγκεκριμένο είδος δραστηριοτήτων (Jones, 2000). Ήδη από το 1600 υπάρχουν αναφορές συμμοριών νεαρών ατόμων που διασκέδαζαν με το σπάσιμο τζαμιών, την καταστροφή ταβερνών και την προσβολή άλλων ατόμων (Spergel, 1995; Pearson, 1983). Η επικρατούσα άποψη εκείνης της εποχής ήταν ότι τα παιδιά των φτωχών, αστικών περιοχών ήταν προβληματικά και έχρηζαν ελέγχου.
Αυτή η άποψη συντηρείται ως τις μέρες μας, δηλαδή ο σχηματισμός συμμοριών είναι αποτέλεσμα της οικονομικής βιωσιμότητας, αλλά πλέον προστίθενται και άλλες μεταβλητές, όπως το φύλο, το κοινωνικό status και η φυλή.
Η πιο γνωστή έρευνα για τις συμμορίες είναι αυτή του Thrasher (1927), η έρευνα του οποίου αποτέλεσε την αφορμή για να υποστηριχθεί η άποψη ότι οι συμμορίες εμφανίζονται σε ΄΄παραβατικές΄΄ περιοχές, όπου κυριαρχούν η κοινωνική αποδόμηση, η αποδιοργάνωση και ο αυξημένος αριθμός μεταναστών (χαμηλό εισόδημα, έλλειψη στέγασης και έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης)(Shaw and McKay, 1942). Σε μια τέτοια περίπτωση, η συμμορία αποτελεί μια διέξοδο, στα πλαίσια της οποίας διαμορφώνονται οι μελλοντικές εγκληματικές καριέρες.
Έχει, όμως, διατυπωθεί και μια άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία η συμμετοχή σε μια συμμορία βοηθά το άτομο να ανακτήσει την αυτό-εκτίμησή του, η οποία συνήθως έχει πληγεί στο εκπαιδευτικό πλαίσιο (σχολείο). Το μέλος της συμμορίας που συμμορφώνεται με τα πιστεύω της ομάδας του ως προς την τιμή και την αρρενωπότητα κερδίζει σεβασμό και αναγνώριση, ενώ αυτό που αποτυγχάνει γίνεται ο περίγελος της συμμορίας και τελικά αποβάλλεται από αυτήν (Cohen, 1955).
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανήλικων συμμοριών είναι ότι:
• Οι συμμορίες αναπτύσσονται και δρουν σε υποβαθμισμένες περιοχές.
• Στα μέλη των συμμοριών εντοπίζονται αρκετοί μετανάστες.
• Τα μέλη τους υιοθετούν βίαιη συμπεριφορά.
• Οι συμμορίες της Ευρώπης έχουν λιγότερο συνεκτική δομή από αυτή των συμμοριών των Η.Π.Α.
• Η συμμετοχή στις ομάδες αυτές ενισχύει την αυτό-εικόνα του μέλους.
Παρόλη την κυριαρχία των αντρικών συμμοριών είναι επίσης γεγονός και η ύπαρξη γυναικείων συμμοριών από πολύ παλιά (Campell, 1984; Asbury, 1927). Στις γυναικείες συμμορίες συναντάμε δύο τύπους: α) τη «βοηθητική» συμμορία που βασίζεται στο δεσμό με την αντρική ομάδα, όπου οι άντρες παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις και προσπαθούν να ελέγξουν τις γυναίκες, και β) την ανεξάρτητη γυναικεία συμμορία, η οποία έχει τους δικούς της κανόνες.
Και στην περίπτωση των γυναικείων συμμοριών επαναλαμβάνεται το πρότυπο του χαμηλού οικονομικού επιπέδου, της απουσίας των γονέων και ότι το κέρδος της συμμετοχής σε συμμορία είναι η ύπαρξη δεσμού.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι γυναίκες και των δύο τύπων συμμοριών είναι αποδέκτες βίας από τους συντρόφους τους, οι οποίοι πολύ συχνά ήταν και αυτοί μέλη συμμοριών.
Είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι η δράση των συμμοριών εντοπίζεται στο εμπόριο και στη διακίνηση εξαρτησιογόνων ουσιών και στη διάπραξη εξαιρετικά σοβαρών, βίαιων εγκλημάτων. Αυτή, όμως, είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, διότι μόνο ένα μικρό μέρος (6%) αυτών των ομάδων εμπλέκεται στα παραπάνω αδικήματα (Snyder and Sickmund, 1995). Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι συμμορίες σχηματίζονται για προστασία απέναντι σε αυτές τις λίγες, βίαιες συμμορίες που προσπαθούν να κυριαρχήσουν σε μια περιοχή.
Μια άλλη διάσταση της δράσης των συμμοριών είναι αυτή που εμφανίζεται όχι στους δρόμους, αλλά στο σχολείο, το λεγόμενο «bullying»(νταηλίκι), δηλαδή η κακοποίηση των νεαρών μαθητών από συμμαθητές τους. Το 1/3 των μαθητών (αγοριών και κοριτσιών) έχει πέσει θύμα βίας μέσα στα σχολεία. Τα θύματα δεν έχουν σε ποιον να μιλήσουν και έχουν την πεποίθηση ότι ούτε οι γονείς, ούτε οι δάσκαλοι θα μπορέσουν να τους βοηθήσουν.
Η εμφάνιση και η δράση συμμοριών είναι ένα φαινόμενο με πολλαπλές προεκτάσεις που απαιτεί ταυτόχρονη δράση σε διαφορετικά επίπεδα, τόσο προληπτικά, όσο και κατασταλτικά. Μια πρώτη μορφή παρέμβασης είναι η ενίσχυση του ρόλου της οικογένειας και του σχολείου. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας, η υιοθέτηση των κοινωνικών κανόνων και των δευτερογενών συναισθημάτων (π.χ. ενοχή, τύψεις, περηφάνια, φθόνο) και οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης ξεκινούν μέσα από τον οικογενειακό περιβάλλον και επεκτείνονται με το πέρασμα της ηλικίας στο σχολικό περιβάλλον. Εκστρατείες ενημέρωσης για τις συνέπειες της βίας (ευαισθητοποίηση γονέων και δασκάλων), μπορεί να συμβάλλουν θετικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια άλλη μορφή παρέμβασης αφορά τη δράση στο κοινωνικό επίπεδο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νεανικές συμμορίες «γεννιούνται και απαλλάσσονται» σε περιβάλλοντα κοινωνικά αποδομημένα, η κοινωνική οργάνωση αυτών των περιοχών μέσα από την ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του αριθμού των παραβατικών πράξεων, της σοβαρότητας των παραβατικών πράξεων και του φόβου του εγκλήματος (fear of crime). Η δημιουργία δικτύου στήριξης των θυμάτων, η ευαισθητοποίηση της πολιτείας και των αστυνομικών είναι επίσης, προληπτικά μέτρα που μπορεί να ληφθούν.
Βεβαίως, απαιτούνται και μέτρα καταστολής της παραβατικής συμπεριφοράς, μέσω της θέσπισης των κατάλληλων νομοθεσιών. Σύμφωνα με την ελληνική πραγματικότητα, οι νεαροί παραβάτες δεν αντιμετωπίζονται με τα ίδια μέτρα και σταθμά που αντιμετωπίζονται οι ενήλικες παραβάτες, υπάρχει το «ποινικό δίκαιο ανηλίκων».
Ο απώτερος στόχος αυτού του δικαίου είναι να αναδιαμορφώσει συμπεριφορές και να αποτρέψει την επανάληψη παραβατικών πράξεων. Μια συμπληρωματική δράση σε αυτό το επίπεδο είναι η υιοθέτηση κοινοτικών ποινών, όπως η έκτιση εργασίας σε ιδρύματα κοινωνικού χαρακτήρα αντί του εγκλεισμού σε σωφρονιστικά ιδρύματα και είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ιδεολογία του ποινικού δικαίου ανηλίκων. Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τα αποτελέσματα από την εφαρμογή τους είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά (Σπινέλλη, 1992; Κουράκης, 2004).
http://e-psychology.gr