Το πιο… «ανενόητο» έργο στην παγκόσμια πεζογραφία μετέφρασε από τα αγγλικά στα ελληνικά, για πρώτη φορά, ένας γιατρός- εραστής της λογοτεχνίας. Πρόκειται για το λογοτέχνημα του Ιρλανδού Τζέημς Τζόυς «Η αγρύπνια των Φίννεγκαν», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάκτος, σε πιστή μετάφραση από τον Ελευθέριο Ανευλαβή.
Δύο τόμοι, ο πρώτος 755 σελίδες και ο δεύτερος 844 – σύνολο 1.599 σελίδες, με πάνω από 20.000 υποσέλιδες σημειώσεις, για να μπορέσει ο ‘Eλληνας αναγνώστης να πλησιάσει αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως το μαύρο διαμάντι της λογοτεχνίας- περισσότερο πολύπλοκο γλωσσικά από τον περίφημο «Οδυσσέα» του Τζόυς. Διαβάζοντάς το, βρίσκεσαι μπροστά στο πιο βαθύχρωμο, σατυρικό, παιγνιώδες, ελευθεριάζον, ανατρεπτικό, αινιγματικό, ειρωνικό, εκκεντρικό, αλληγορικό, ακατανόητο και αταξινόμητο βιβλίο του σύμπαντος κόσμου της γραφής.Είναι βιβλίο μυθοπλασίας – αλλά όχι μόνο μυθοπλασίας. Είναι μελέτημα θεολογίας – αλλά όχι μόνο θεολογίας. Είναι εγχειρίδιο φιλοσοφίας-αλλά όχι μόνο φιλοσοφίας. Είναι επιτομή της ιστορίας – αλλά όχι μόνο της ιστορίας. Είναι δοκίμιο κοινωνιολογίας- αλλά όχι μόνο κοινωνιολογίας. Είναι όλα αυτά μαζί. Και παραλλήλως είναι … αστρολογία, αλχημεία, μυστήριο, σεξουαλικότητα, ανθρωπολογία.
Από μορφική δομή και υφολογία συνιστά ένα παραλήρημα πολυσύνθετων λέξεων και εννοιών. Είναι ένα όνειρο όπου τα πάντα επιτρέπονται και τα πάντα ανατρέπονται. Όλα συμβαίνουν στη διασταύρωση της πραγματικότητας και του ύπνου. Εκεί όπου, αυτά που κρύβει ο άνθρωπος στο φως της μέρας, βγαίνουν χωρίς ενοχές και σεργιανίζουν απολαμβάνοντας την προκλητική ελευθερία της νύχτας. Εκεί που η αέναη ψυχή αναμετράται με τη λατρεία του σώματος, δείχνοντας τον άνθρωπο σε όλο του το μεγαλείο και σε όλη του την κατάπτωση.
Ο μεταφραστής, στην εκτεταμένη εισαγωγή του μας εξηγεί ότι, ναι μεν τα πρόσωπα του έργου είναι δύο πρωταγωνιστές αλλά ταυτόχρονα είναι ένας και πολλοί: ο ΝΟΚ (Να ο Καθένας) και η σύζυγός του ΑΛΠ (Άννα Λίβια Πλούραμπελ ). Ο ΝΟΚ, ο μεγάλος κάποιος μέσα στο Παν, με το όνομα Πανδοχέας είναι ο ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου και άλλοτε είναι Κονσερβοκούτια Χάινζ Παντού, άλλοτε Χαρούν Παιδιών Αυγογεννήτορας, άλλοτε Ταπεινός Κοινός Εντομοαιμομίκτης και πάντα Αγρυπναυτιάς. Οι προσωποποιήσεις του αντιστοιχούν στον Αδάμ, στο Χριστό, στον Καίσαρα, στον Τζένγκις Χαν, στον Κρόμβελ, στον Ουέλινγκτον και στον Φίννεγκαν.
Ποιος ήταν ο Φίννεγκαν; Ήταν ο ήρωας ενός ιρλανδέζικου τραγουδιού, ο Τιμ Φίννεγκαν, ο οποίος όντας, ως συνήθως, μεθυσμένος αποτόλμησε να ανέβει μια σκάλα με αποτέλεσμα να κατακρημνισθεί και να πεθάνει. Οι συγγενείς και οι φίλοι του, εις ένδειξη τιμής για αυτόν τον μεγάλο πότη, ξαγρυπνώντας τον, του έβαλαν στο νεκροκρέβατο μπουκάλια ουίσκι- που στα ιρλανδέζικα σημαίνει «νερό ζωής». Όμως, πάνω στην αγρύπνια, άναψε ένας καβγάς. Κάποιος πέταξε στον άλλον ένα μπουκάλι ουίσκι και μια σταγόνα έπεσε στα χείλη του νεκρού, σταγόνα αρκετή να τον αναστήσει.
Ο κορυφαίος Ιρλανδός συγγραφέας- πότης, γλεντοκόπος, χορευτής και τραγουδιστής επίσης – πήρε αυτόν τον μύθο – μπαλάντα και έδωσε στον ήρωά του τον τύπο του αναστημένου και αφυπνισμένου, παρομοιάζοντάς τον με φοίνικα που καίγεται και αναγεννάται από τις στάχτες του, ενώ από τα απομεινάρια του γεννιούνται παιδιά, πόλεις και βιβλία. Η σύζυγός του πρωταγωνιστή Άννα Λίβια Πλούραμπελ είναι η Μεγάλη Μάνα της Δημιουργίας, το ποτάμι της ζωής και του χρόνου, είναι η Εύα, η Μαρία, η Ίσσυ, ένα ποτάμι- δεξαμενή, μια πόρνη και ένα μικρό… κοτοπουλάκι.Έχουν τρία παιδιά, δύο δίδυμους γιούς και μία κόρη, που είναι τόσο πρωτεϊκά πρόσωπα όσο και οι γονείς τους. Οι γιοί με τα ονόματα Σημ και Σων, εμφανίζονται σε διάφορους χρόνους ως Μουτ και Τζουτ, ως Τζέρρυ και Κέβιν, ως Μπατ και Ταφ, ως Μούτα και Τζούτα, προσωποποιώντας όλους τους πολέμους και τις διαμάχες στο διάβα της… απάνθρωπης ανθρώπινης ιστορίας. Η κόρη, πότε ως Ίσσυ και πότε ως Ιζαμπέλ, είναι το κάθε θηλυκό που κάθεται στον καθρέφτη και αυτοθαυμάζεται συνομιλώντας με το είδωλό της, καθώς τα αδέλφια την θαυμάζουν γιατί είναι «εντομοαιμομικτικά», όπως και ο πατέρας (ensectous- incectous).Οι ενδοοικογενειακές κόντρες θυμίζουν όλες τις ρήξεις της ιστορίας και όλες τις αγάπες των ανθρώπων. Είναι η ανθρωπότητα με αμαρτίες και μετάνοιες, με θάνατο και ανάσταση, με μεγαλείο και καταβαράρθρωση.
Όλη τη διήγηση του έργου τη διατρέχει η διάδοση ότι κάτι άσεμνο συνέβη στο πάρκο του Δουβλίνου μεταξύ πατέρα και κοριτσιού, το οποίο είδαν τρεις στρατιώτες, αλλά ποτέ δεν γίνεται γνωστό τι ήταν: ένα κρυφοκοίταγμα ή κάτι πιο βαρύ; Η γυναίκα του τον υπερασπίζεται εγείροντας νέες υποψίες εναντίον του και…Ο Ελευθέριος Ανευλαβής στην «εξομολόγηση του μεταφραστή» δηλώνει ότι δεν είναι επαγγελματίας μεταφραστής: «γιατρός είμαι αλλά δηλώνω ερασιτέχνης (εραστής της τέχνης ) μεταφραστής». Και επισημαίνει: «Άμετρη φιλοδοξία και αποκοτιά, αλλόκοτη επιθυμία και αγάπη με οδήγησε να αποπειραθώ τη μετάφραση, να παλέψω να βρω και να δημιουργήσω τις λέξεις που θα απέδιδαν στα ελληνικά τις νεολογικές δημιουργίες του Τζόυς και το ιστορικό, πολιτικό, φιλοσοφικό, ανθρώπινο φορτίο τους».
Πόσα χρόνια του πήρε το όλον εγχείρημα; «Επτά χρόνια κράτησε η μάχη με το βιβλίο και συνεχίζεται εν γνώσει του τελικού αποτελέσματος της ήττας, με την πίστη όμως πως οι μόνες μάχες που έχασες είναι αυτές που δεν έδωσες».Υπογραμμίζει μάλιστα ότι δεν παρέλειψε ούτε μία λέξη, ούτε μία φράση του πρωτότυπου, όσο δύσκολη ή και αδύνατη φάνταζε η μετάφρασή της . Δεν κατέφυγε σε μια δική του περίφραση αλλά κατασκεύασε αντίστοιχες ετεροσύνθετες λέξεις, θεσμοθετώντας μια ιδιόλεκτο, τα «ελληνοφιννεγκανικά». Σημειωτέον ότι στο κείμενο συνυπάρχουν νοήματα και λέξεις από 60 γλώσσες! Στην περιεκτική εισαγωγή παραθέτει πληροφορίες και σχόλια για το έργο: Δεκαεφτά χρόνια πήρε στο Τζόυς η συγγραφή του βιβλίου, το οποίο ολοκλήρωσε το 1939. Δεκαεφτά χρόνια για να εξιστορήσει σε 628 σελίδες συμβάντα μιας νύχτας, μέσα στην οποία ο κόσμος χαλάει και ξαναγίνεται, σε μια ονειρική κατάσταση των ηρώων και του συγγραφέα, που δεν καταλαβαίνει κανείς αν πρόκειται για οραματισμό ή όχι.
Αρχικά- προειδοποιεί ο μεταφραστής – οι σύνθετες λέξεις απωθούν τον αναγνώστη, κάνοντάς τον να παρατήσει το βιβλίο. Όμως, όταν αφεθεί στη μαγεία του γλωσσικού του κόσμου και κατανοήσει τις αλληγορίες και τις αναγωγές, θα γοητευθεί από τις αντιφάσεις των ηρώων: «Την Αγρύπνια,αναγνώστη , μπορείς να την καταλάβεις μόνο με τα άγρυπνα μάτια της ψυχής σου».Με γνωστικό όπλο τη βαθειά γνώση της Αγγλικής και εφόδια ένα σύνολο 28 βοηθημάτων τα οποία παραθέτει στην εισαγωγή, με πρώτο της Μαντώς Αραβαντινού «Τα Ελληνικά του James Joyce» (Ερμής, 1977), το «Όργανον- Κατηγορίαι περί ερμηνείας» του Αριστοτέλη (Κάκτος) και 26 ξενόγλωσσους τόμους, ο μεταφραστής παραδίδει στο ελληνικό κοινό ένα έργο που πολλοί είχαν χαρακτηρίσει ακατόρθωτο για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα.
Όπως γράφει στο προλογικό του σημείωμα ο εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος: «Ο Ε. Ανευλαβής είναι δύσκολος άνθρωπος και γι΄αυτό και μπορεί να μεταφράζει δύσκολα έργα».Μιλάμε για ένα μνημειώδες έργο που πρέπει να υπάρχει στη βιβλιοθήκη, ακόμη και αν μας εξοργίζουν οι γλωσσοπροσθέσεις, γιατί αυτές είναι που συνιστούν ένα απολαυστικό παιχνίδι γνώσης της γλώσσας του πλανήτη Γη.
Ιδού η πρώτη παράγραφος του ιστορικού έργου: «ποταμορροή, πίσω από την εκκλησία της Εύας και του Αδάμ, από το σκέρτσο της ακτής στον μυχό του κόλπου, μας γυρίζει με κόμοδο βικόκυκλο επανακύκλησης πίσω στο Κάστρο του Χοθ και τα Περίχωρα. Ο σερ Τρίστραμ , τραγουδότης της αγάπης, πέρα από την κυματοχτυπούσα θάλασσα, δεν είχε ακόμη ξαναφτάσει από τη Βόρεια Αρμορική σ΄αυτή τη μεριά του λιπόσαρκου ισθμού της Μικρής Ευρώπης για να ξαναγριοπολεμήσει τον πεοπεναπομονωμένο του πόλεμο (…) φυσοσύριζε εγώ είμαι, εγώ είμαι και σε βαφτίζω συειπετροπατρικιοκατεργαροτυρφοθημωνιά».
http://www.koolnews.gr/