Σε αυτό το κλίμα, το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου, ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» Θόδωρος Δράκος αναλαμβάνει μια ιδιόμορφη πρωτοβουλία, επιχειρώντας να βοηθήσει στην αποκάλυψη του δολοφόνου και παραλλήλως να επιτύχει ένα εντυπωσιακό ρεπορτάζ.
«Στις 2.30 μ.μ. (…) μετέβην εντελώς απρόοπτα στον αριθμόν 19 της οδού Μετσόβου και εζήτησα να ιδώ την κυρία Ελένην Κικίδου, αναγνωρισμένο μέντιουμ της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» θα γράψει ο ίδιος την επόμενη ημέρα στην «Ακρόπολη». «Εγνώριζα καλώς από σχετικές επιστημονικές μελέτες ότι υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν το χάρισμα να ‘’βλέπουν’’ μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου και να διαβάζουν τη σκέψη του, όπως σε ένα βιβλίο. Επίσης, μπορούν να ζήσουν έντονα κάτι που έγινε και να το παραστήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Κι εγώ ήθελα να μάθω πώς ακριβώς διεπράχθη το έγκλημα, ποιος ήταν ο δράστης του, γιατί εγκλημάτισε, πώς ακολούθως διέφυγε και πού σήμερα βρίσκεται κρυμμένος και αγωνιά».
Η Ελ. Κικίδου είχε μαθητεύσει κοντά στον ψυχίατρο Άγγελο Τανάγρα, ιδρυτή της «Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» και ήταν διάσημη για τη διαισθητική της ικανότητα. Ήταν μέλος της «Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» και άλλων ομοειδών οργανώσεων του εξωτερικού.
Η Ελένη Κικίδου, σε φωτογραφία εκείνης της εποχής
Δέχεται τον Θ. Δράκο και ακούει το αίτημά του. Όμως αρχικώς αρνείται, λέγοντας ότι η αποκάλυψη του δράστη «είναι έργον των ανακριτικών αρχών. Εμάς δεν μας επιτρέπουν να μπερδευόμαστε στα πόδια τους». Αλλά ο Θ. Δράκος επιμένει, επικαλούμενος την κοινή γνώμη «που αγωνιά να μάθη και να ησυχάση. Η ελάχιστη πληροφορία θα ήταν σημαντική στο έργον της ανακρίσεως». Οι αντιρρήσεις του μέντιουμ κάμπτονται και τελικώς πείθεται να πραγματοποιήσει ένα «πείραμα διοράσεως».
Το ίδιο βράδυ κατεβαίνουν, συνοδευόμενοι από τη βοηθό της Ελ. Κικίδου, στην Βουλιαγμένη και με βάρκα περνούν, απέναντι, στο Καβούρι. Με τη βοήθεια ενός μικρού φακού, ανηφορίζουν και οι τρεις ως το σημείο της δολοφονίας. Η ώρα είναι 10 το βράδυ.
«(…) Η κυρία Κικίδου οδηγούμενη από τη διορατικότητά της, απ’ την εκπληκτική διαίσθησή της πατάει ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου. Νοιώθει έναν απερίγραπτον κλονισμόν, γέρνει πάνω στον ώμο της φίλης της. Και ξαφνικά αρχίζει να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνήν της δολοφονίας.
‘’Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο. Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο πλαγίως σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά. Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει (…) προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του. Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι (…). Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν. (…) Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια … Του λείπουν πολλά δόντια (…)’’» (από το ρεπορτάζ εφημερίδας της «Ακρόπολις» στις 19/8/1953).
Η Ελ. Κικίδου, τη στιγμή του «πειράματος διοράσεως» στον τόπο
του εγκλήματος, στο Μικρό Καβούρι. Δίπλα της, ο δημοσιογράφος
Θ. Δράκος (φωτοτυπία φωτογραφίας, που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 19/8/1953)
Σύμφωνα με την ενόραση της Ελ. Κικίδου, ο δράστης «δεν ήτο αλήτης. Επρόκειτο περί ανθρώπου ικανού να αλλάζει κοστούμια (…). Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. (…) Δεν είναι μεγάλο πιστόλι (…) και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία (…). Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα. (…) Κανείς δεν τον υποπτεύεται. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Την νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο. Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει από τότε αναστατώσει τη ζωή. Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. (…) Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους. (…)» (από το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ακρόπολις» στις 19/8/1953).
Το «περίφημο» πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της «Ακρόπολης» στις 19 Αυγούστου 1953
Πολλά χρόνια αργότερα, η Ελ. Κικίδου θα πει, περιγράφοντας εκείνη την εμπειρία της: «Πριν αναμειχθώ στην υπόθεση (…) δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα, ούτε παρακολουθούσα ιδιαίτερα τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες. (…) Το πείραμα διήρκεσε περίπου 1-2 ώρες. (…) Όταν φτάσαμε στον τόπο του εγκλήματος, περπάτησα στα βήματα του δολοφόνου. Διότι έχει αποδειχθεί επιστημονικώς -αυτό λέγεται πείραμα ψυχομετρίας- ότι οι άνθρωποι αφήνουν την αύρα τους, μια ενέργεια, από κει που πέρασαν. Έρχεται σαν μια φωτογραφία στον εγκέφαλο. Είναι κάτι φοβερό. (…) Όλα τα έπιανα εν εγρηγόρσει, σαν ταινία. Δηλαδή, ‘‘είδα’’ όλο το έγκλημα, όπως έγινε. (…) Το καταπληκτικό ήταν ότι έκανα ακριβώς την κίνηση δείχνοντας την ουλή (…).Δηλαδή, φωτογραφία. Πόντο δεν έπεσα έξω. Είπα (σ.σ.: στον Θ. Δράκο) ‘’Έλα εδώ’’ για να μη μου φύγει η εικόνα. Λέω: ‘’Έχει μια ουλή από χαλασμένα δόντια’’. (…) Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά (…)»
Την επόμενη ημέρα, η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει το σχετικό ρεπορτάζ υπό τον εντυπωσιακό πρωτοσέλιδο τίτλο: «Το μέντιουμ Ελένη Κικίδου, χθες την 10ην νυκτερινήν εις το Μικρό Καβούρι όπου εδολοφονήθη ο Δέγλερης, απεκάλυψε τον ‘’Δράκο της Βουλιαγμένης’’» και τον επεξηγηματικό υπέρτιτλο: «Με την βοήθειαν της ‘’διοράσεως’’ προς ανακάλυψιν του δολοφόνου». Το θέμα γίνεται το βασικό θέμα συζήτησης και η κυκλοφορία της εφημερίδας εκτινάσσεται στα ύψη. Η ίδια η Ελ. Κικίδου, πέντε δεκαετίες αργότερα θα πει πως «ο Θ. Δράκος με πλησίασε ανθρώπινα και όχι για να με χρησιμοποιήσει ώστε να κάνει μια δημοσιογραφική επιτυχία, αν και οι εφημερίδες του έγιναν ανάρπαστες. Ξέρετε τι λεφτά έβγαλαν από μένα;»
Ο δολοφόνος συλλαμβάνεται
Τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην εφημερίδα, κινητοποιούν τους αστυνομικούς, που δεν αργούν να φτάσουν στο δολοφόνο. Εξακριβώνεται πως το υπ’ αριθμόν V 421496 πιστόλι του φόνου προερχόταν από στρατόπεδο του 25ου Συντάγματος Πεζικού, το οποίο έδρευε στην Αγ. Παρασκευή Αττικής. Αστυνομικοί ερευνούν τα μητρώα του στρατοπέδου και παίρνουν καταθέσεις από αξιωματικούς και στρατιώτες. Όμως, σύμφωνα με το αρχείο του διαχειριστή του στρατοπέδου, το επίμαχο όπλο βρίσκεται στην θέση του! Επικρατεί σύγχυση. Η Σήμανση εξετάζει όλα τα πιστόλια «Σμιθ & Γουένσον» που είναι «χρεωμένα» στο οπλοστάσιο του Συντάγματος. Από την αναλυτική εξέταση προκύπτει ότι στο οπλοστάσιο υπάρχει πράγματι ένα πιστόλι με τον αριθμό 421496, στο οποίο ωστόσο είναι χαραγμένο το ελληνικό γράμμα «Λ», αντί του λατινικού «V». Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο έφεδρος διαχειριστής ομολογεί πως πράγματι το όπλο είχε κλαπεί πριν από μερικούς μήνες και προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες είχε αγοράσει ο ίδιος ένα ίδιου τύπου όπλο και είχε χαράξει πάνω τον σειριακό αριθμό. Μόνο, που ο οπλουργός είχε κάνει ένα μικρό λάθος, το οποίο, εντούτοις, αποτελεί την πρώτη χειροπιαστή απόδειξη της αστυνομίας, που προσανατολίζεται πλέον προς την κατεύθυνση ο δράστης να είναι στρατιώτης ή να έχει απολυθεί πρόσφατα.
Αμέσως μετά, άνδρες της αστυνομίας και της χωροφυλακής παίρνουν καταθέσεις από ανθρώπους, που συχνάζουν στο Μικρό Καβούρι ως ηδονοβλεψίες. Αυτοί αναφέρονται σ’ έναν άγνωστο άντρα, που το τελευταίο διάστημα περιφερόταν στο Μικρό Καβούρι, είχε πρόσφατα απολυθεί από το 25ο Σύνταγμα Πεζικού και είχε τα χαρακτηριστικά τα οποία είχε περιγράψει η Ελ. Κικίδου, με πιο σημαντικό την ουλή στο λαιμό. Από τη διασταύρωση των στοιχείων, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πιθανότερος ύποπτος είναι ο 25χρονος Μιχάλης Στεφανόπουλος, ο οποίος είχε απολυθεί προ διμήνου από το εν λόγω στρατόπεδο και έχει μια έντονη ουλή στο δεξιό μέρος του λαιμού, από παλιότερη οδοντιατρική εγχείριση.
Τα ξημερώματα της 2ας Σεπτεμβρίου, τον συλλαμβάνουν στο σπίτι του επί της οδού Νικηφόρου Oυρανού 17, στην περιοχή του λόφου Λυκαβηττού. Τον μεταφέρουν στα γραφεία της Ανώτερης Διοίκησης Χωροφυλακής και τον ανακρίνουν. Αυτός αρχικά αρνείται κάθε σχέση με το έγκλημα, αλλά τα στοιχεία σε βάρος του είναι συντριπτικά, με κυριότερο πως στο όπλο του εγκλήματος βρέθηκαν τα αποτυπώματά του.
Ο Μιχάλης Στεφανόπουλος
Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Μιχ. Στεφανόπουλος «σπάει» και ομολογεί πως είναι ο δράστης της δολοφονικής επίθεσης εναντίον του Θ. Δέγλερη και της Σ. Μαναβάκη. Καθώς η ανάκριση και οι έρευνες για το παρελθόν του προχωρούν, γίνεται γνωστό πως ήταν ηδονοβλεψίας και, από την εποχή της εφηβείας του, συνήθιζε να παρακολουθεί τις ερωτικές διαχύσεις ζευγαριών σε άλση και πάρκα της Αθήνας, αλλά και σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες. Υποστηρίζει πως πυροβόλησε το θύμα, επειδή προηγουμένως είχε διαπληκτιστεί μαζί του, αλλά η Σ. Μαναβάκη τον διαψεύδει. Αργότερα, θα πει: «Δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος. Δεν σκότωσα εγώ. Δεν θυμούμαι να σκότωσα. Το πάθος μου με τύφλωσε! Τους έβλεπα εκεί μπροστά μου να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται. Να την έχει κοντά του, πολύ κοντά του, κι εγώ έβλεπα, μόνο έβλεπα μέσα στο σκοτάδι κι άκουγα τους ψιθύρους και τους στεναγμούς τους. Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές… Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να την βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις; Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα… Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει… Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα…» (δηλώσεις του Μιχ. Στεφανόπουλου προς τους δημοσιογράφους στις 2/9/1953).
Η είδηση της σύλληψης του Μιχ. Στεφανόπουλου, στα πρωτοσέλιδα ρεπορτάζ
των εφημερίδων «Ελευθερία» και «Εμπρός», στις 3 Σεπτεμβρίου 1953
Ο συνήγορος υπεράσπισης του Μιχ. Στεφανόπουλου, Δημήτρης Πουλέας θα πει σχεδόν μισό αιώνα αργότερα πως «το έγκλημά του είχε παρορμητικό χαρακτήρα, χωρίς κίνητρο και σκοπό, ενώ ο δράστης είχε και μειωμένο καταλογισμό» και θα συμπληρώσει ότι ο Μιχ. Στεφανόπουλος «δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί έκανε το έγκλημά του και πιστεύω πως ήταν ειλικρινής». Επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την προσωπικότητά του θα τονίσει πως «ήταν ένα ήσυχο παιδί, από μια λαϊκή οικογένεια. Μάλιστα, στη γειτονιά του προεβάλετο ως υπόδειγμα προς μίμηση. (…) Είχε μια πάθηση που ονομάζεται υποσπονδείαση, δηλαδή είχε την ουρήθρα στην ρίζα του πέους, που τον ανάγκαζε να ουρεί καθιστός. Αυτό του είχε δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα, κυρίως σεξουαλικού χαρακτήρα. Πιστεύω ότι δεν είχε σεξουαλική ζωή κι αυτό του είχε προκαλέσει αρνητική προδιάθεση. Από καιρού, είχε αναπτύξει έντονη τη ροπή του ηδονοβλεψία, αλλά ταυτόχρονα είχε και μια δειλία, κάτι που δικαιολογούσε και την οπλοφορία: είχε το όπλο μαζί του για να αισθάνεται πιο δυνατός, σε περίπτωση που κάποιος του επιτίθετο. (…) Κατά την κρίση μου ήταν ένα ψυχοπαθητικό άτομο, αλλά όχι ψυχασθενής. (…) Οι γονείς του και τα αδέλφια του αισθάνθηκαν μεγάλη έκπληξη και οδύνη από το γεγονός, όπως είναι φυσικό. Μέχρι τη στιγμή της σύλληψης, δεν είχαν ιδέα για το τι συνέβαινε».
Ο Μιχ. Στεφανόπουλος οδηγείται στο σημείο της δολοφονίας
του Θ. Δέγλερη, στο Μικρό Καβούρι, για την αναπαράσταση
Λίγες μέρες μετά, θα εξακριβωθεί πως ο Μιχ. Στεφανόπουλος ήταν ο δράστης και της επίθεσης εναντίον του ζεύγους Μιχ. Καλλίτση και Ελ. Καπρή. Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Βραδυνή» (5/9/1953) «ο Στεφανόπουλος υποβληθείς εις εξονυχιστικήν ανάκρισιν ηναγκάσθη να ομολογήση χθες την πρωίαν την δολοφονικήν απόπειραν κατά του ζεύγους Καλλίτση – Καπρή, αφηγήθη (…) ότι όταν αντελήφθη στην Βουλιαγμένη ξαπλωμένους τον Καλίτση και την φίλην του, έρριψε την χειροβομβίδα του. Τα θύματά του ετρομοκρατήθησαν τότε και το έβαλαν στα πόδια. Τότε αυτός ήρπασε τα παπούτσια του Καλίτση και έφυγε. (…) Απεκαλύφθη ότι η χειροβομβίς, την οποία εχρησιμοποίησεν ο κακούργος (…) πρόκειται περί ενός αυτοσχεδίου εκρηκτικού μηχανισμού, τον οποίον επενόησε ο ίδιος. Εννοείται ότι αυτή η ψευτοχειροβομβίς ήτο αρκετά επικίνδυνος (…). Αυτό άλλως τε απεδείχθη από την απόπειραν (…) κατά την οποία ετραυματίσθη σοβαρώτατα η Ελισάβετ Καπρή, που εδέχθη τρία θραύσματα εις τον λαιμόν και επάλαισεν ένα μήνα με τον θάνατον. (…)»
Αντιθέτως, δεν προκύπτει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο σχετικά με το θάνατο του Φ. Προβελέγγιου.
Η δίκη και η εκτέλεση
Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Αθηνών από τις 2-10 Μαρτίου 1954. Το κατηγορητήριο περιλάμβανε τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση του Θ. Δέγλερη, της απόπειρας ανθρωποκτονίας εναντίον της Σ. Μαναβάκη, του Μιχ. Καλλίτση και της Ελ. Καπρή, όπως επίσης την παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και κατοχή όπλου και κλοπές.
Ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας ήταν τα τρία θύματα του Μιχ. Στεφανόπουλου, τα οποία εξιστόρησαν τις συνθήκες υπό τις οποίες δέχτηκαν την επίθεση του δράστη. Ακόμα, κατέθεσαν μάρτυρες, που βρίσκονταν το βράδυ της 5ης Αυγούστου στο Μικρό Καβούρι και αντιλήφθηκαν το περιστατικό, καταστηματάρχες της περιοχής, οι οποίοι μάλιστα διαμαρτυρήθηκαν διότι μετά τα γεγονότα και τη δημοσιότητα που πήραν, είχαν χάσει όλη την πελατεία τους, καθώς και οι αξιωματικοί που είχαν αναλάβει τις έρευνες και την προανάκριση. Σύμφωνα με τους τελευταίους, ο δράστης ήταν «κοινός εγκληματίας» και η πράξη του «ιδιαζόντως ειδεχθής», ενώ «αντικειμενικός του σκοπός ήτο η διάπραξις ληστειών δια φόνων» (εφημερίδα «Η Καθημερινή» - 5/3/1954).
Δύο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα του Μιχ. Στεφανόπουλου, κατά τη διάρκεια
της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθήνας
Ο ψυχίατρος Κων. Μιταυτσής, που είχε εξετάσει τον Μιχ. Στεφανόπουλο επί ένα 20ήμερο κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος «1) δεν κατείχετο κατά την διάπραξιν των αδικημάτων υπό νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών (…), 2) δεν κατείχετο υπό διαταράξεως της συνειδήσεως ώστε να στερήται της ικανότητος όπως αντιληφθή το άδικον των πράξεών του και να ενεργήση συμφώνως περί την αντίληψίν του (…), 3) αποδεικνύεται (…) άτομον ψυχασθενικόν με σεξουαλικήν μειονεξίαν» αλλά «είναι πλήρως καταλογιστός και έχει ακεραίαν ποινικήν ευθύνην».
Ο ίδιος ο Μιχ. Στεφανόπουλος, απολογούμενος, μίλησε για τα παιδικά του χρόνια και «τους άθλιους όρους υπό τους οποίους έζη η οικογένειά του», ενώ τόνισε πως «οι γονείς του δεν του έδωσαν την κατάλληλον αγωγήν, διότι διαρκώς διεπληκτίζοντο και κατόπιν εχώρισαν». Κατόπιν, περιέγραψε τις επιθέσεις του, ενώ για τη δολοφονία του Θ. Δέγλερη δήλωσε πως, εκείνη τη στιγμή, αγνοούσε ότι ήταν νεκρός. Ο εισαγγελέας, στην αγόρευσή του, ζήτησε την επιβολή της θανατικής ποινής για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, χωρίς κανέναν ελαφρυντικό, ενώ οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν πως ο πελάτης τους «είναι ψυχασθενικόν άτομον» και επομένως «δεν έχει συναίσθησιν του μεγέθους της πράξεώς του», ενώ παράλληλα ότι η στάση των θυμάτων «ήτο τοιαύτη, ώστε να διεγείρη τον κατηγορούμενον».
Οι ένορκοι δεν πείσθηκαν από τα επιχειρήματα της υπεράσπισης και λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 10ης Μαρτίου ανακοίνωσαν την απόφασή τους, σύμφωνα με την οποία ο Μιχ. Στεφανόπουλος ήταν ένοχος, άνευ οποιουδήποτε ελαφρυντικού. Λίγα λεπτά αργότερα, το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του, με την οποία καταδίκαζε τον κατηγορούμενο στην ποινή του θανάτου για τη δολοφονία του Θ. Δέγλερη και επέβαλε κάθειρξη 24 ετών για την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των Σ. Μαναβάκη, Μιχ. Καλλίτση και Ελ. Καπρή, τις κλοπές και την οπλοκατοχή και οπλοχρησία.
Αστυφύλακες περνούν τις χειροπέδες στον
Μιχ. Στεφανόπουλο, μετά την ανακοίνωση της ποινής
«Κατά τη διάρκεια της δίκης υπήρχε παροξυσμός ενδιαφέροντος από την κοινή γνώμη» αφηγείται ο ένας εκ των συνηγόρων Δ. Πουλέας «κάτι που είχε προκαλέσει ο Τύπος, όσο και το γεγονός πως ο δράστης είχε αργήσει να συλληφθεί κι αυτό είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο ενδιαφέρον στον κόσμο. Πιστεύω πως, σε μεγάλο βαθμό, η απόφαση των ενόρκων και του δικαστηρίου επηρεάστηκε από αυτό το κλίμα. Ο Στεφανόπουλος αντιμετώπισε ψύχραιμα την απόφαση, ενώ ήταν ψύχραιμος και εν όψει της εκτέλεσής του. Θυμάμαι πως μου είχε στείλει κάποια στιγμή και μία χειροτεχνία που είχε φτιάξει στη φυλακή».
Ακριβώς πέντε μήνες αργότερα, στις 10 Αυγούστου «εις την θέσιν ‘’Τούρλος’’ της Αιγίνης εξετελέσθησαν ο Μιχαήλ Στεφανόπουλος, γνωστός ως ‘’Δράκος της Βουλιαγμένης’’ και δύο έτεροι θανατοποινίται, οι οποίοι είχον καταδικασθή δι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. (…) Κατά την ώραν της εκτελέσεως ο Στεφανόπουλος εζήτησε να του δέσουν τους οφθαλμούς και να του λύσουν τα χείρας (…)» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 10/8/1954).
Eφημερίδα «Ακρόπολις» - 10 Αυγούστου 1954
Σαράντα έξι χρόνια αργότερα, η Ελ. Κικίδου, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη διαλεύκανση της υπόθεσης, θα σχολιάσει σχετικά: «Η εκτέλεση του Στεφανόπουλου με στεναχώρησε, με πείραξε ψυχολογικά. (…) Δεν θέλω να γίνομαι πρόξενος κακού σε κανένα. Ας το βρει από κάπου αλλού, όχι από μένα». Πράγματι, από το 1960 έπαψε να ασχολείται με υποθέσεις εγκλημάτων, γιατί όπως έχει πει η ίδια «αυτή είναι δουλειά της αστυνομίας και μόνο, άλλωστε πολλές φορές απειλήθηκε και η ίδια μου η ζωή».
eglima.blogspot.com