Οι τελευταίες οικονομικές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχηματίζουν μία αποκαρδιωτική εικόνα: τα ποσοστά ανεργίας για το 2014 θα πλησιάζουν ή θα ξεπερνούν το 5% στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, αλλά στην Ελλάδα και την Ισπανία θα ξεπερνούν το 25% και στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, περίπου το 15%.
Την ίδια χρονιά, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναμένεται να είναι σχεδόν 7% πάνω από τα προ-κρίσης επίπεδα στη Γερμανία, ωστόσο θα είναι περίπου 7% κάτω στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία –και στην Ελλάδα αναμένεται να παρατηρηθεί τρομακτική πτώση της τάξης του 24%. Έτσι, το βαθύ οικονομικό και κοινωνικό χάσμα που έχει δημιουργηθεί εντός της ευρωζώνης, αναμένεται να συνεχιστεί.
Ένα τόσο μεγάλο χάσμα στο εσωτερικό μιας νομισματικής ένωσης είναι αδύνατο να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως είπε και ο Αβραάμ Λίνκολν, «ένας οίκος διχασμένος δε μπορεί να σταθεί.» Δε μπορεί η ίδια νομισματική πολιτική να απευθυνθεί στις ανάγκες μίας χώρας που βρίσκεται σε ύφεση και, παράλληλα, στις ανάγκες μιας άλλης που έχει σχεδόν πετύχει την πλήρη απασχόληση. Πράγματι, το πιο σημαντικό ερώτημα για το μέλλον της ευρωζώνης, είναι το αν θα «κλείσει» το χάσμα μεταξύ των μελών που ευημερούν, και των μελών που αγωνίζονται για την επιβίωσή τους.
Η αισιόδοξη ερμηνεία λέει ότι, παρότι δεν υπάρχει κανένα σημάδι βελτίωσης στην αγορά εργασίας, η οικονομική απόδοση έχει, στην πραγματικότητα, αρχίσει να βελτιώνεται, και μία διαδικασία προσαρμογής βρίσκεται σε εξέλιξη. Η απόδειξη, υποστηρίζεται συχνά, είναι ότι τα εξωτερικά ελλείμματα έχουν συρρικνωθεί σημαντικά.
Οι εξωτερικοί λογαριασμοί σαφώς έχουν σημασία, διότι αντανακλούν την ισορροπία μεταξύ των εγχώριων αποταμιεύσεων και των επενδύσεων. Μέχρι το 2007, οι ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης προέκυψαν, σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας των πολύ λίγων αποταμιεύσεων και/ή των υπερβολικών επενδύσεων στην αγορά ακινήτων, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη συσσώρευση ιδιωτικού χρέους. Έτσι, η συρρίκνωση των εξωτερικών ελλειμμάτων, αποτελεί σημάδι ότι η διόρθωση βρίσκεται σε εξέλιξη, και ότι η αναπροσαρμογή είναι εντυπωσιακή. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία, και την Ελλάδα, το έλλειμμα έχει μειωθεί κατά περισσότερες από επτά ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2007, και στην Ιρλανδία, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει μετατραπεί σε πλεόνασμα.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της βελτίωσης αντικατοπτρίζει την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης, η οποία έχει πέσει κατακόρυφα κατά ένα τέταρτο στην Ελλάδα και την Ιρλανδία από το 2007, και κατά ένα όγδοο στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Οι επενδύσεις σε εξοπλισμούς –το κλειδί για την ενίσχυση του παραγωγικού κεφαλαίου στον τομέα εμπορεύσιμων αγαθών- έχουν πληγεί ακόμα περισσότερο.
Σίγουρα, η συρρίκνωση της ζήτησης ήταν αναπόφευκτη σε αυτές τις χώρες, δεδομένου ότι ζούσαν πολύ πέρα από τις δυνατότητές τους· καμία οικονομία δε μπορεί να διατηρήσει μόνιμα ένα ποσοστό αύξησης της ζήτησης που υπερβαίνει το ποσοστό του ΑΕΠ. Αλλά, τα όσα έχουμε δει από το 2007 φτάνουν πολύ πέρα από μία απλή συρρίκνωση της καταναλωτικής ζήτησης και των εγχώριων επενδύσεων. Όλο αυτό, σίγουρα δε μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία.
Τα νέα είναι καλύτερα στο μέτωπο των εξαγωγών. Παρά το αντίξοο περιβάλλον, οι αναλογίες εξαγωγών/ΑΕΠ έχουν αυξηθεί σημαντικά και για τις τέσσερις οικονομίες.
Για την Ιρλανδία ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για μία αντιδραστική, εξωστρεφή οικονομία. Αλλά δεν είναι μόνο η Ιρλανδία. Αντιμέτωπες με την εγχώρια οικονομική κατάρρευση, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, στράφηκαν προς τις υπερπόντιες αγορές και αύξησαν σημαντικά τα μερίδια εξαγωγών τους από την ευρωζώνη προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι επιδόσεις της Ισπανίας στις αγορές του εξωτερικού είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές. Την παραμονή της δημιουργίας του ευρώ, οι εξαγωγές της χώρας εκτός ΕΕ αντιστοιχούσαν μόλις στο ένα τέταρτο των αντίστοιχων γαλλικών· σήμερα αντιστοιχούν στο μισό των γαλλικών εξαγωγών.
Το ερώτημα, για το οποίο ενδεχομένως μπορεί να μην υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση, είναι πόσες από αυτές τις εξαγωγές είναι για κέρδος και πόσες από αυτές απλά για επιβίωση –και συνεπώς αν οι ισχυρές εμπορικές επιδόσεις μπορούν να διατηρηθούν. Αυτό μας φέρνει στο ζήτημα της προσαρμογής του κόστους και των τιμών.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του ευρώ, οι χώρες που σήμερα παλεύουν για την επιβίωσή τους, κατέγραφαν διαρκώς υψηλότερα επίπεδα μισθών και πληθωρισμού από τον Ευρωπαϊκό βορρά. Για να ανακάμψουν και να επιστρέψουν στην εσωτερική αλλά και την εξωτερική ισορροπία, οι χώρες αυτές δεν πρέπει μονάχα να κλείσουν το χάσμα του κόστους, αλλά να το αντιστρέψουν, δημιουργώντας έτσι τα εμπορικά πλεονάσματα που χρειάζονται για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους που είχαν εντωμεταξύ συσσωρεύσει.
Τα νέα από αυτό το μέτωπο είναι ανάμεικτα. Από το 2007, το κόστος εργασίας έχει μείνει σχεδόν στάσιμο στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία (αν και ο συνδυασμός των περικοπών μισθών και η αύξηση της παραγωγικότητας, διαφέρουν από χώρα σε χώρα), και στην Ιρλανδία έχει συρρικνωθεί κατά 8%, ενώ παράλληλα έχει αυξηθεί πάνω από 10% στη Γερμανία. Έτσι, η αναπροσαρμογή βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σε αντίθεση με τα στερεότυπα, για παράδειγμα, οι πραγματικοί μισθοί στις Ελλάδα έχουν μειωθεί κατά 6% ετησίως, τα τελευταία τρία χρόνια. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι τιμές έχουν γενικά αποδειχθεί πολύ πιο άκαμπτες, με την Ιρλανδία να είναι η μοναδική χώρα όπου έχουν μειωθεί. Στις υπόλοιπες πληγείσες περιοχές της Ευρώπης, η αναπροσαρμογή των τιμών δεν είναι καθόλου εμφανής. Οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε τομείς που προστατεύονται από το διεθνή ανταγωνισμό, έχουν διατηρήσει την ισχύ τους στην αγορά και έχουν αυξήσει τις τιμές ως απάντηση στην αύξηση του κόστους του κεφαλαίου.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, όπως την αποκαλούν οι οικονομολόγοι, λαμβάνει χώρα με υπερβολικά αργούς ρυθμούς. Οι εργαζόμενοι έχουν υποστεί περικοπές μισθών, αλλά οι τιμές δεν έχουν μειωθεί αναλόγως, έτσι η απώλεια στην αγοραστική τους δύναμη είναι μεγαλύτερη από ότι θα έπρεπε. Παρομοίως, οι οικονομίες δεν έχουν αποκαταστήσει τη χαμένη τους ανταγωνιστικότητα και έτσι η απασχόληση, ιδιαίτερα στον τομέα αγαθών και εμπορευμάτων, είναι χαμηλότερη από ότι θα έπρεπε.
Η λιτότητα και οι μεταρρυθμίσεις, υποτίθεται ότι θα έφερναν ξανά την ισορροπία στην ευρωζώνη. Και, πράγματι, το έχουν πετύχει, όσον αφορά τα εξωτερικά ισοζύγια. Ωστόσο, παρά την εμφανή πρόοδο στο μέτωπο των εξαγωγών και την αισθητή μείωση του κόστους εργασίας, η εξισορρόπηση αυτή είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα της ίδιας κατάρρευσης της εγχώριας ζήτησης, η οποία είναι και η κινητήρια δύναμη της μαζικής ανεργίας.
Εν τέλει, πιθανότατα, όλος αυτός ο πόνος και ο κόπος θα αποδώσουν καρπούς. Αλλά, εντωμεταξύ, οι κοινωνίες μπορεί να χάσουν την υπομονή τους. Αυτό από μόνο του, θα έπρεπε να είναι αρκετό για οδηγηθούμε σε επαναξιολόγηση. Το θέμα δεν είναι αν η δημοσιονομική εξυγίανση και η εξωτερική εξισορρόπηση είναι αναγκαίες –πράγματι, είναι. Το θέμα είναι πώς θα τις κάνουμε πολιτικά και κοινωνικά βιώσιμες.
sofokleous10
0 σχόλια:
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !