Περίπου 500-600 λεμφαδένες υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα. Οι λεμφαδένες είναι μικροί σχηματισμοί μεγέθους ολίγων χιλιοστών, οι οποίοι φιλτράρουν υγρά, που κυκλοφορούν στο σώμα κι έτσι αποτελούν σταθμοί συλλογής ξένων σωμάτων, όπως βακτηρίων ιών ή καρκινικών κυττάρων. Στη συνέχεια λευκά αιμοσφαίρια επιτίθενται επί των συλλεχθέντων ξένων σωμάτων εντός των λεμφαδένων και τα εξολοθρεύουν. Οι φυσιολογικοί λεμφαδένες (λεμφογάγγλια), το σχήμα των οποίων μοιάζει με αυτό των νεφρών, είναι ευκίνητοι και ελαστικοί και λειτουργούν ως «ισθμός» μέσω του οποίου συγκρατούνται υπολείμματα κατεστραμμένων κυττάρων, νεοπλασματικά κύτταρα αλλά και ξένα σωματίδια, μικρόβια κ.λπ. Τα μέρη του σώματός μας όπου συνήθως εντοπίζονται διογκωμένοι λεμφαδένες είναι ο λαιμός, οι μασχάλες και οι βουβωνικές χώρες. Εσωτερικές λεμφαδενικές διογκώσεις μπορούν όμως να παρουσιαστούν και στους πνεύμονες, στην κοιλιά καθώς και σε άλλα, σπανιότερα μέρη.
Σε ποιές παθήσεις πρήζονται οι λεμφαδένες;
Τα νοσήματα που μπορούν να δώσουν την εικόνα παθολογικής λεμφαδενικής διόγκωσης είναι αρκετά, με σημαντικότερα τα εξής:
Λοιμώδη νοσήματα. Κάποιες ιογενείς λοιμώδεις νόσοι συχνά συνοδεύονται από πρησμένους λεμφαδένες. Μερικές από αυτές είναι
η ερυθρά,
η ιλαρά,
η ανεμοβλογιά,
ο έρπης,
η λοιμώδης μονοπυρήνωση,
το AIDS κ.ά.
Επίσης κάποιες μικροβιακές λοιμώξεις όπως
η φυματίωση,
η βρουκέλλωση,
η οστρακιά κ.λπ.,
ενώ το ίδιο σύμπτωμα μπορεί να εμφανίζεται και σε αρκετά παρασιτικά νοσήματα όπως
η τοξοπλάσμωση,
η λεϊσμανίαση,
η ακτινομυκητίαση κ.λπ.
Νεοπλασίες. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν όλα
τα κακοήθη νεοπλάσματα,
λεμφώματα,
λευχαιμίες και
άλλα σπάνια κακοήθη νοσήματα που μπορεί να χαρακτηρίζονται από διογκωμένους λεμφαδένες.
Αυτοάνοσα νοσήματα. Τα νοσήματα του συνδετικού ιστού όπως αποκαλούνται διαφορετικά τα αυτοάνοσα, για παράδειγμα
ο λύκος,
η ρευματοειδής αρθρίτιδα,
η σαρκοείδωση,
η αμυλοείδωση κ.λπ., μπορούν επίσης να συνοδεύονται από παθολογικούς λεμφαδένες.
Πόσο επικίνδυνη είναι η διόγκωση των λεμφαδένων;
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ηλικία και η πιθανή ευαισθησία του ασθενούς καθώς και το μέγεθος των διογκωμένων λεμφαδένων, η σύστασή τους και η διάρκεια της διόγκωσης παίζουν σημαντικό ρόλο στη διάγνωση. Ειδικά στα μικρά παιδιά εντοπίζονται συχνά πρησμένοι λεμφαδένες, κάτι που όμως θεωρείται φυσιολογικό. Κάθε ανησυχητική διαπίστωση κατά την ψηλάφηση ωστόσο πρέπει να οδηγεί αμέσως στον γιατρό.
Eργαστηριακός έλεγχος.
Ο αιματολογικός έλεγχος θα μας δώσει μια εικόνα της γενικής κατάστασης της υγείας του ασθενούς, ενώ κάποιες ειδικές αιματολογικές εξετάσεις ή η ανίχνευση αντισωμάτων κατά ορισμένων ιών, μπορεί και να αποκαλύψει την αιτία της διόγκωσης, όπως στην περίπτωση των διογκωμένων λεμφαδένων φλεγμονώδους αιτιολογίας.
Η πρώτη απεικονιστική εξέταση που χρειάζεται να ζητηθεί είναι το υπερηχογράφημα. Εξέταση εύκολη, ανώδυνη και άριστα ανεκτή από τον ασθενή, είναι σε θέση σε ικανά χέρια να μας δώσει πληροφορίες, όχι απλά εφάμιλλες τη αξονικής ή και της μαγνητικής τομογραφίας, αλλά να προσεγγίσει και αυτήν ακόμα την ιστολογική ταυτότητα της διόγκωσης. Σε μεμονωμένες, πάντως, περιπτώσεις, θα χρειασθεί να συμπληρωθεί ο απεικονιστικός έλεγχος με αξονική και σπανιότερα,μαγνητική τομογραφία. Οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να γίνουν με χορήγηση σκιαγραφικής και παραμαγνητικής ουσίας αντίστοιχα. Ο απεικονιστικός έλεγχος θα μας πληροφορήσει για το μέγεθος της διόγκωσης, για το αν είναι συμπαγής ή κυστική και για τη σχέση της με τα μεγάλα αγγεία ή άλλα σημαντικά όργανα. Τα στοιχεία αυτά θα βοηθήσουν και στο σχεδιασμό ενδεχόμενης χειρουργικής επέμβασης για την αφαίρεση του όγκου.
Με την ολοκλήρωση του απεικονιστικού ελέγχου, έχουν συλλεχτεί αρκετές πληροφορίες, ώστε να μπορούμε, στις περισσότερες περιπτώσεις, να προχωρήσουμε στη θεραπευτική αντιμετώπιση. Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε την ιστολογική ταυτότητα της διόγκωσης, για παράδειγμα όταν πρόκειται να προχωρήσουμε σε μεγάλη και ακρωτηριαστική επέμβαση, όπως ο λεμφαδενικός καθαρισμός. Στις περιπτώσεις αυτές, προχωρούμε σε παρακέντηση της διόγκωσης. Η παρακέντηση με λεπτή βελόνα και η λήψη υλικού για κυτταρολογική εξέταση (FNA) μπορεί σε μεγάλο ποσοστό να αποκαλύψει την ιστολογική ταυτότητα της διόγκωσης.
Αν η κυτταρολογική εξέταση δεν αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, είναι προτιμότερο να επαναληφθεί, παρά να προχωρήσουμε σε ανοικτή βιοψία. Η ανοικτή βιοψία έχει το μειονέκτημα ότι παραβιάζει τα όρια του όγκου και σε περιστατικά κακοήθειας ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη διασπορά. Σε ειδικές περιπτώσεις πάντως, όπως στα λεμφώματα, η ανοικτή βιοψία ίσως να είναι απαραίτητη. Η τομή για την ανοικτή βιοψία θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μπορεί σε δεύτερο χρόνο, να επεκταθεί για την ολική αφαίρεση του όγκου ή για να διενεργηθεί λεμφαδενικός καθαρισμός του τραχήλου.
Με την ολοκλήρωση των διαγνωστικών εξετάσεων, λαμβάνεται η απόφαση για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της διόγκωσης.
Η οποιαδήποτε διόγκωση λεμφαδένα στο σώμα μας, θα πρέπει να μας οδηγήσει άμεσα στον ιατρό. Οι διογκωμένοι λεμφαδένες είναι τα καμπανάκια που χτυπούν πάντα όταν τα όργανα που φρουρούν πάσχουν από οτιδήποτε.
Συντάκτης: Αλέξανδρος Γιατζίδης, M.D., medlabnews.gr
0 σχόλια:
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !